εκθηλυμμένος

εκθηλυμμένος
-η, -ο
μτχ. παθ. πρκ. του εκθηλύνω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκθηλύνω — υνα, ύνθηκα, εκθηλυμμένος, μτβ., κάνω κάποιον θηλυπρεπή, μαλθακό, αδύνατο: Η πολλή καλοπέραση εκθηλύνει τον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”